Τα Ψωμαθειά (i), αχ αυτά τα Ψωμαθειά (ii)! Καιρό είχα να κάνω βόλτα σ' αυτήν τη γοητευτική - την επί της Προποντίδας - γειτονιά. Χτες, ο δρόμος μ' έβγαλε στο τζαμί του Κοτζαμουσταφαπασά, γνωστό αλλιώς και ως τζαμί του Σουμπούλ Εφέντη. Η περιπετειώδης ονοματοθεσία δε σταματά εδώ, αν σας θυμίσω ότι πρόκειται για την πρώην ορθόδοξη εκκλησία του 8ου (μάλλον) αιώνα, με τη μυστηριώδη αφιέρωση στον Άγιο Ανδρέα εν τη Κρίσει, η οποία μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος το 1489.
Καλό, χρυσό, όμορφο τζαμί, με ήσυχο αίθριο, με νεκροταφείο και δυο θολωτά μαυσωλεία που φιλοξενούν τα κιβούρια του Μουσταφά Πασά, του Ζουμπούλ Εφέντη και μερικών γυναικόπαιδων της Οθωμανικής ελίτ, αποτελεί έναν από τα πιο ιερά ισλαμικά προσκυνήματα της Πόλης.
Ωστόσο, για μένα που μ' αρέσουν τα μεταφυσικά φαινόμενα, το κλου στην υπόθεση είναι το θαυματουργό δέντρο του αυλόγυρου. Ή όχι ακριβώς το δέντρο, αλλά η αλυσίδα που κρέμεται απ' αυτό. Βλέπετε όμως εσείς καμιά αλυσίδα; Όχι, δυο παλούκια μόνο βλέπετε να στηρίζουν το γέρικο κορμό, μην πέσει και πλακώσει κανάν γκαντέμη που προσεύχεται από κάτω. Στα παλιά τα χρόνια όμως, η αλυσίδα υπήρχε. Ο Σουμπούλ Εφέντης σκέφτηκε μια πατέντα για να στηρίξει το αρρωστιάρικο κυπαρίσσι και το έδεσε με μεταλλική αλυσίδα, που το ένα της άκρο κρεμόταν προς τα κάτω, χωρίς όμως να φτάνει στο έδαφος.
Ο σοφός γέροντας διαλαλούσε ότι η αλυσίδα είχε μαγικές ιδιότητες. Άμα καθόταν κάποιος από κάτω της και αμολούσε ένα ψέμα, τότε η αλυσίδα μάκραινε μέχρι χάμω. Για του λόγου το αληθές θα σας πω μια ιστορία: Ήταν λέει ένας Μουσουλμάνος που δάνεισε σ' έναν Εβραίο (σας φαίνεται λιγάκι απίθανο το νταραβέρι ε; Ελάτε τώρα, μη γίνεστε ρατσιστές!) 100 χρυσές λίρες, αλλά ο Εβραίος δεν έλεγε να τις επιστρέψει, ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Είδε κι αποείδε ο άμοιρος ο Μωαμεθανός που λέτε και τρέχει ντογρού στον Σουμπούλ Εφέντη και του τα ξεφουρνίζει όλα..
- Φέρτε μου εδώ τον Ααρόν!, διατάζει αμέσως ο Σουμπούλ τους παρατρεχάμενούς του.
- Με ζητήσατε σοφέ αφέντη, λέει δαγκωμένος ο Εβραίος, καθώς κοντεύει την ομήγυρη που είχε ήδη συγκεντρωθεί, αργά αργά μ' ένα μπαστουνάκι ανά χείρας.
- Τι μαθαίνω τέκνο μου, είναι αλήθεια ότι τσέπωσες καλά καλά τα λεφτά, και τώρα πας να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια;
- Τι λες Άγιε μου άνθρωπε, εγώ του επέστρεψα τις λίρες!
- Πρόσεχε, γιατί θα σε βάλω κάτω απ' το δέντρο να καταθέσεις κι η αλυσίδα θα ξεσκεπάσει το ψέμα σου!
- Να με βάλεις όπου θέλεις καλέ μου γέροντα. Δεν έχω να κρύψω τίποτα. Αααα, μόνο θέλω κάτι από σένα φίλε Μουσουλμάνε, κράτα λιγάκι το μπαστούνι μου, λέει και μπαίνει κάτω από την αλυσίδα. Ο Σουμπούλ τον ρωτά κοφτά:
- Εβραίε, έδωσες πίσω τα φλουριά στον άνθρωπο που σου τα δάνεισε;
- Αμέ, φυσικά και του τα γύρισα!
Την αγωνία στο ακροατήριο μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι! Περίμενε την ετυμηγορία της αλυσίδας με κομμένη την ανάσα, μάκρυνε; Εσείς τι λέτε; Αμ δε! Όσο την είδατε εσείς να μακραίνει, τόσο την είδαν και οι παρευρισκόμενοι. Ούτε έναν πόντο σας λέω!
- Ααααααααα, κάνουν όλοι οι αργόσχολοι μαζί κι ο ίδιος ο δανειστής επίσης. Οι πρώτοι, με μια μικρή ντροπή που παρεξήγησαν τον Εβραίο, ο δε Μουσουλμάνος με ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση που θα έχανε για πάντα τα λεφτά του.
- Μια στιγμηηηηή! φωνάζει ο Σουμπούλ, κόβοντας την χολή ολονών. Για δώσμου αυτό το μαραφέτι, και αρπάζοντας το μπαστούνι του Εβραίου απ' τα χέρια του Μουσουλμάνου, του δίνει μια καρατιά και το σπάει στα δυο. Φρρρρρρρρρρρουυυυπππππ, ακούγεται ένα δυνατό κροτάλισμα και γεμίζει ο τόπος με χρυσά φλουριά! Ο πονηρός Εβραίος είχε κρύψει τα χρωστούμενα στο μπαστούνι και δίνοντάς το στον δανειστή να το κρατά την ώρα της εξέτασης, ξεγέλασε ακόμα και τη μαγική αλυσίδα!
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες τα παλιά τα χρόνια στην Ιστάνμπουλ. Με θάματα και μύθους, με ιστορίες για μαγεμένα δέντρα κι αλυσίδες και δεν ήξερες που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει το παραμύθι. Και τι δεν θα 'δινα να ζούσα σ' εκείνον τον καιρό..