Κας Τε Λόριζο


Αυτό το καλοκαίρι είναι καυτό. Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό, για τον υδράργυρο μιλάω που έχει κολλήσει ο ρημαδιασμένος στους 34°C. Μπορεί εκεί στην καιόμενη-βάτο-Ελλαδίτσα να μην σας πέφτουνε πολλοί, αλλά η υγρασία της Πόλης και το γεγονός ότι καθημερινώς βολοδέρνω (αναγκαστικά) στο λιοπύρι, τους κάνει αφόρητους. Δεν άντεξα λοιπόν και αποφάσισα να κάνω ένα μικρό δωράκι στον εαυτό μου: ταξιδάκι αναψυχής στη θάλαττα θάλαττα. Έκλεισα αεροπορικά για Νταλαμάν με σκοπό να συνεχίσω για το - όπως μου έλεγαν όλοι και διάβαζα παντού - ήσυχο Κας.


Ορίστε;;; Ήθελα να ξέρω πού την είδαν τη βραδύτητα και το ριλάξ. Η ομορφιά του τοπίου είναι αδιαμφισβήτητη, με την μακριά χερσόνησο να δημιουργεί δυο καταπράσινους κόλπους εκατέρωθεν. Βέβαια τώρα η πρασινάδα μας ψόφησε και το μάτι σου πονάει από το πολύ σκυρόδεμα σε μορφή τριώροφων κουράδων.


Για να λέμε και του στραβού το δίκιο όμως, ο Λυκιακός τάφος στο ξέφωτο του πιο τουριστικού δρόμου της κωμόπολης είναι εντυπωσιακός.


Το ίδιο πανέμορφη είναι και η παραλία Καπουτάς, κανένα μισάωρο με ντολμούς που ξεκινούν από τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων.


Το αρχαίο θέατρο δε, έχει ανακαινισθεί με τρομερή επιτυχία. Ακόμα και η Ντίσνεϊλαντ θα ζήλευε τόση αφύσικη τελειότητα μέχρι και στην τελευταία κερκίδα. Να 'ναι καλά τα τσιμέντα Τιτάνογλου. Η θέα εντούτοις στη Μεσόγειο είναι σκάσε-να-παραπονιέσαι-και-απόλαυσε. Τόση ομορφιά που μ' έπιασε κόψιμο και έτρεχα στις χημικές τουαλέτες του μνημείου. Δεν κάνω πλάκα.


Η μόνη ελπίδα να ξεφύγεις απ' αυτό το παρατράγουδο της τουριστικής προόδου, είναι να πάρεις το καραβάκι για απέναντι (50 λίρες πάνε-έλα). Για την ανατολικότερη πινέζα της Ελληνικής επικράτειας. Το Καστελόριζο. Επιτρέψτε μου να συνεχίσω μόνο με εικόνες.

 
 

«Το Μουσείο της Αθωότητας», Cukurcuma Caddesi, Istanbul. Με αγάπη.


Το κείμενο και οι φωτό αποτελούν ευγενέστατη προσφορά μιας από τις πιο φανατικές αναγνώστριες του μπλογκ, της Αννέτας Σ., την οποία θερμοευχαριστώ που με σώζει από βέβαιο λιντσάρισμα για την μακρά απουσία μου από την πιάτσα (κάποιοι βιάστηκαν να με βγάλουν τεμπέλη, αχχχχ και να 'ξεραν τι περνάω ο καψερός και απέχω από το γράψιμο). Η Αννέτα απόλαυσε το βιβλίο του Παμούκ και έφτασε με δύο πήδους στην είσοδο του μουσείου που βασίζεται σ' αυτό, όταν την ενημέρωσα πως μόλις εγκαινιάστηκε. Για να δούμε πώς της φάνηκε...

 

Κωνσταντινούπολη, 06/07/2012

Φτάνουμε επιτέλους στην Κωνσταντινούπολη με το λεωφορείο και, φτάνοντας στο ξενοδοχείο, επικοινωνώ με τον Αγγελή. Δε θα ήθελα να χάσω ένα καφεδάκι μαζί του, πάντα έχω κάτι να κερδίσω. Θυσιάζοντας την ελάχιστη ξεκούραση που θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ, αλλάζω ρούχα και τρέχω να τον συναντήσω. Πέφτω κυριολεκτικά επάνω του πατώντας τον. Και από το Yenikapι μετατοπιζόμαστε με μια γκαζιά του ταξιτζή στην καρδιά του Cihangir. Κόσμος πάει κι έρχεται ενώ εγώ τρώω στην καθισιά δύο lahmacun και κάτι ακόμα που δε θυμάμαι όνομα. Έχω χωριστεί από το group που ανήκω και κουβέντα στην κουβέντα με τον Αγγελή, πέφτει Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ που έκανε πέρα την κούρασή μου και θα δικαίωνε 100% την απόφασή μου να μην κοιμηθώ στο ξενοδοχείο.

Άνοιξε το μουσείο που περίμενα τόσο καιρό. Το Μουσείο της Αθωότητας, του Ορχάν Παμούκ.

Απολαμβάνω το παρεάκι του Αγγελή και αφού φιλιόμαστε σταυρωτά, κινώ με αγωνία προς το Cucurcuma να βρω το μουσείο μου.


Έχουμε όλοι επισκεφθεί πολλών ειδών μουσεία, αλλά ένα Μουσείο της Αθωότητας.. δεν θα σας κινούσε την περιέργεια;

Διάβασα το βιβλίο πριν δυο χρόνια. Τελειώνοντάς το, ήταν σίγουρα μέσα στα καλύτερα που’χα διαβάσει. Θες λίγο η τάση μου στο αυτοκαταστροφικό, το χαμένο, το ανεκπλήρωτο, ένα συν επιπλέον γιατί διαδραματιζόταν στην Πόλη κι άλλο ένα για το υπερπεριγραφικό και επαναλαμβανόμενο του Παμούκ, κάτι που διακρίνει κι εμένα και κουράζει συνήθως τους άλλους.
Για να εκτιμήσει κανείς το Μουσείο της Αθωότητας, πρέπει σαφώς πρώτα να διαβάσει το βιβλίο. Να το «ακολουθήσει» με υπομονή, να αφεθεί στην ιστορία, να νιώσει τη μελαγχολία που αναδύεται, την προσμονή, τον μαζοχισμό, τη βαθιά αγάπη, την υπομονή χωρίς αντίκρισμα, πρέπει τελικά να αγαπήσει την ιστορία του Κεμάλ και της Φισούν. Κι ενώ συνήθως, όταν περάσει ο καιρός, δυσκολεύομαι να θυμηθώ τις ιστορίες των βιβλίων που διαβάζω, το οδοιπορικό που σε βάζει να ακολουθήσεις ο Παμούκ στο μουσείο, σου θυμίζει με πολύ γλυκό τρόπο, με σεβασμό και λακωνικότητα, την ιδιαίτερη αυτή αληθινή ιστορία.

Στην είσοδο υπήρχε μια επιγραφή που δεν επέτρεπε τις φωτογραφίες και ζητούσε τη σιωπή και τη σίγαση των τηλεφώνων των επισκεπτών. Αυτή η απαγόρευση υπαγόρευε ένα είδος σεβασμού απ’την πλευρά του κόσμου που περιδιάβαινε τους ορόφους, και βοηθούσε ώστε ο καθένας μας να ξαναζήσει βήμα-βήμα την ιστορία που σε πρότερο χρόνο είχε διαβάσει. Ίσως και να δάκρυσα σε κάποιες στιγμές.

Φτάνοντας στον τελευταίο όροφο αντίκρισα το δωμάτιο, ατόφιο, όπου ο πρωταγωνιστής του βιβλίου διηγούνταν την ιστορία του στον συγγραφέα επί 7 χρόνια. Ήταν η πιο δυνατή στιγμή, αυτή που έσβησε μεμιάς την μόνιμη αμφιβολία μου ως το τέλος του βιβλίου «Μα δεν μπορεί να’ναι αλήθεια αυτή η ιστορία!»

Αγάπησα το Μουσείο της Αθωότητας όσο αγάπησα και το βιβλίο. Και ίσως να περνάω μια βόλτα σε κάθε μου επίσκεψη στην Πόλη.

Και όχι, δε με ξενέρωσε που πλήρωσα εισιτήριο –κατά 10 βέβαια λίρες λιγότερο λόγω εθνικότητας (!)- γιατί παρέλειψα να φέρω το βιβλίο που μου εξασφάλιζε στις σελίδες του ένα δωρεάν εισιτήριο στο μουσείο. Όχι, δε με ξενέρωσε που, ενώ έφτασα 20 λεπτά νωρίτερα στο ραντεβού μου με το group στο Eminonu, έχασα τελικά την «Βοσποράδα», που ποτέ δεν κατάφερα να κάνω ως τώρα.

Γιατί μετά από ατέλειωτες ώρες περπάτημα, έφτασα σε ένα είδος κάθαρσης, στο Mikla, να πίνω vodka πορτοκάλι με θέα το ΠΑΝ της Πόλης, και γράφοντας πάνω σε μια χάρτινη σακούλα για το Μουσείο μου, αυτό της Αθωότητας…


Το μωσαϊκό της Κωνσταντινούπολής μου όλο και μεγαλώνει. Και έχω την αίσθηση ότι αυτή η ιστορία δε θα σταματήσει ποτέ.
Related Posts with Thumbnails