ήταν καλό το 2010!


Όχι μόνο καλό, τρίκαλο ήταν το 2010! Αλλά ας ελπίσουμε πως το 2011 θα είναι ακόμα πιο ευτυχισμένο,  γεμάτο συγκινήσεις και φουλ παραγωγικό. Και φυσικά να είμαστε όλοι γεροί για να γευόμαστε έρωτες, αγκαλιές και υγρά γαλλικά (αλλά και ελληνικά, τουρκικά, γιαπωνέζικα κοκ) φιλιά. Δέντρο δε στολίσαμε εφέτος, αλλά για κοιτάξτε ένα που είδα στο ξενοδοχείο W


Τα λέμε του χρόνου!

Άι ντοντ λάικ Ιστάνμπουλ, άι λαβ ιτ

Το post επιμελήθηκε η Σταυριανή Ζ.


Για τις 12/11 είχε προγραμματιστεί 1 ταξίδι, που το θέλαμε πολύ με την Ιπέκ. Η τυχερή πόλη ήταν το Βερολίνο, και εμείς οι ανατολίτισσες που θα του κάναμε τη χάρη. Η άφιξή μας ξεκίνησε με την απώλεια της βαλίτσας της Ιπέκ (εδώ έπεσαν οι μάσκες), συνεχίστηκε με το ότι ήταν Πέμπτη κι ότι το λεωφορείο μας την ημέρα εκείνη δεν κάνει την κλασσική του ρότα - εμείς που να το ξέρουμε - κάνοντας έτσι την διαδρομή Αεροδρόμιο - Κασμδμνμφκξ δυο φορές, πιστεύοντας την πρώτη , ότι ακόμα απλά δεν έχουμε φτάσει...

Μμμμμ, ωραίο το Βερολίνο σκέφτηκα την επόμενη μέρα στο φώς του ήλιου (δε ξέρω πόσο πειστικό ακούστηκε αυτό), αλλά να’ σουν εκεί να μ' έβλεπες πώς έκανα:
Α) που είδα ντονερτζίδικο, αν και δεν αγαπώ το ντονέρ. Όχι για το ίδιο το έδεσμα φυσικά, αλλά για την ύπαρξη αυτού που το έκοβε. Και της μαντηλοφορούσας κοπελιάς με την κοιλιά στο στόμα που καθόταν στο ταμείο. Κι επίσης για εκείνη την παλιά φωτογραφία στον τοίχο ενός άντρα με αποφασιστικό βλέμμα και κατάμαυρη μουστάκα, που τώρα ανήκε σε κείνο το συρρικνωμένο γεροντάκι που έπινε τσάι σε ένα διάφανο, καμπυλωτό φλυτζάνι. Στο ψυγείο τους είχε και αϊράνι πινάρ.

- Να μη βάζεις ντομάτα στο γύρο σου, είναι σκέτο δηλητήριο τέτοια εποχή. Βέβαια δε το λέμε σ’όλους, το λέμε σ’αυτούς που αγαπάμε.
- Αχ, τσοκ τεσεκιούρ εντερίμ ουστά μου. Σάολουν.

Β) κι εκείνη τη μέρα, που ξεκινήσαμε για το Τείχος, στο μετρό, μεσημεράκι, τρώγοντας αιβαλίκ τοστού σε ένα μικρό μπουφέ, που άκουσα γέλια κακαριστά από μια παρέα μικρών μαθητών, που ανέβαιναν από τις κυλιόμενες. Ήταν τα πρώτα και τελευταία γέλια που άκουσα στο μετρό του Βερολίνου: πειράγματα στα γερμανικά, αλλά μες την λαχτάρα τους, το κουμρού το ζήτησαν σε φαρσί τούρκικα άμπιτζιμ.

- Ικι τανέ κουμρού άμπι. Τουρσουσού ντα μπολ ολσούν!

Γ) για την ευτυχή κατάληξη των αλά Αγγελής «γιατί το πίνω και με πίνει» βερολινέζικων μπαροτσαρκών, κάθε φορά που πέφταμε σε τούρκο ταξιτζή και μπορούσαμε να του ζητήσουμε (χικ!) να μας πάει στα πιο κοντινά ανοιχτά μακντόλαντς ΓΙΑΤΙ ΛΥΣΣΑΜΕ. 5 στους 5 οι ταρίφες / 5 και τα προεφηβικά «τσάκ!» με την κολλητή. Με έναν απ’αυτούς:
- Εδώ γεννηθήκατε:
- Όχι, είμαι απ’την Άνκαρα . Η γυναίκα μου ήταν εδώ και τα βρωμοπεθερικά μου.
- Σας αρέσει εδώ, ε; Άλλο πράμα εδώ που τα λέμε το Βερολίνο...
- Γιοκ για, νεσινί μπεενίιμ σοηλέρ μισιν;
- Χμ...

Τί να του έλεγα, το κτίριο της Βουλής, ή το μουσείο της Περγάμου; Ή τα γ@μ@τ@ στέκια με τα φτηνά κοκτέιλ; Ή μήπως να του έλεγα πως εξαιτίας των επιγραφών στους δρόμους, «Κεμπάπ, η ωραία Ούρφα», «Αλί Ουστά» κ.α, το Βερολίνο μου φάνηκε ακόμα πιο όμορφο; Θα με περάσει για τρελή. Πώς να του εξηγήσω ότι όλα αυτά αποτελούν ένα κομμάτι του ερωτά μου για την Πόλη, που ακόμα μου επιτρέπει να ζω το παραμύθι μου;

Που όσο ήμουν στο Βερολίνο, και μετά στην Αθήνα, εγώ σκεφτόμουν το πόσο μου έχει λείψει η μυρωδιά της Αγαπημένης μου;

γίναμε 2

ήταν 23 Δεκέμβρη του 2008 όταν γεννήθηκε τούτο 'δω το μπλογκάκι. μόλις 2 μέρες πριν από τον Χριστούλη. η φάτνη που το ζέστανε είναι η Πόλη. οι μάγοι με τα δώρα είστε όλοι εσείς.


είναι ωραίο να γίνεσαι 2.

Χαμσιλί Πιλάφ: Δεν το λες κι άσχημο!


Μου είχαν πρήξει τα συκώτια πια με το χαμσιλί πιλάφ! Μια σπεσιαλιτέ που δεν τη βρίσκεις όλο το έτος, μιας και τα λιλιπούτεια ψαράκια (το χαμσί αποδίδεται στα ελληνικά ως γαύρος, ενώ στα αγγλικά ως αντζούγια) έχουν την εποχή τους, που ξεκινά στα τέλη Σεπτεμβρίου και κρατά μέχρι τα τέλη του χειμώνα ή τις αρχές της άνοιξης. Οι πιο ονομαστές δε ασημένιες μπουκιές ψαρεύονται στη Μαύρη Θάλασσα. Μετά από το window shopping νυφικών τις προάλλες στο Πέντικ, επισκεφτήκαμε  φίλους του Ουμούτ. Η Φάτος τεϊζέ (Φατός είναι το "καλλιτεχνικό της κυρίας Φατμά και τεϊζέ σημαίνει θεία) από τη μια για να ικανοποιήσει την επιθυμία της γλυκιάς θυγατέρας Σερενάι και από την άλλη για να τιμήσει τους μουσαφίρηδές της, θα μας μαγείρευε χαμσιλί πιλάφ. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε εμείς, ήταν να προμηθευτούμε την εκ των ουκ άνευ πρώτη ύλη από την πηγή της, την ψαραγορά του Πέντικ.


Η επιστροφή στο σπίτι έγινε με κατοστάρι μεν, από την πείνα και τη λαιμαργία, μετ' εμποδίων δε, για να πληρωθούν πρώτα λογαριασμοί σε τράπεζες και να αγοραστούν μυρωδικά από το μανάβη. Το πρώτο βήμα ήταν να μισομαγειρέψει το ρύζι με τριμμένο καρότο, μαϊντανό, πράσινο και ξερό κρεμμύδι, σταφίδες, κουκουνάρι, φύλλα δάφνης, μαυροπίπερο, αλάτι, ζάχαρη (αυτό θα το επαληθεύσω), λαδάκι και κανέλα.


Το δεύτερο ήταν να φιλετάρει τα χαμσί και να τα στρώσει προσεκτικά στο στρογγυλό πυρέξ. Το γλυπτό άρχισε σιγά σιγά να παίρνει την τελική του μορφή για να μπει στο φούρνο.


Δεν θα έμπαινε όμως επ' ουδενί, πριν στολιστεί με ένα ρόδο ντοματόφλουδας στο κέντρο και  ροδέλες λεμονιού για να προσθέσουν χρώμα και γεύση.

 
Η Φατός τεϊζέ, μετά από πιέσεις μού χάρισε μια πόζα με το χειροτέχνημά της.


Ο απαιτούμενος χρόνος ψησίματος διαφέρει από φούρνο σε φούρνο, αλλά στην περίπτωση μας χρειάστηκαν γύρω στα 25 λεπτά. Βέβαια, έπρεπε να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα μήπως και αρπάξει από πάνω, κίνδυνος που αποφεύγεις με έναν τούρμπο φιρίν (!) - έτσι λένε αυτούς με κυκλοφορία θερμού αέρα! Το ξεφούρνισμα έγινε ακριβώς τη στιγμή που από τ' αρώματα, τα σάλια μας άρχισαν να μουσκεύουν το χαλάκι της κουζίνας.


Αγαπητά μου παιδιά, θέλω να σας ομολογήσω κάτι. Ξαναβλέποντας τη φωτογραφία με το κομμάτι που προσγειώθηκε μπροστά μου, μού έρχεται να κλάψω για τρεις λόγους:
  1. Η τύχη μού χαμογέλασε διάπλατα και γεύτηκα επιτέλους το εκλεκτό αυτό έδεσμα.
  2. Από τα νεύρα μου, επειδή για να το ξαναφάω θα πρέπει να κάνω το μακρύ ταξίδι από το Τάξιμ στο Πέντικ.
  3. Από τη μετριοφροσύνη της μαγείρισσας, που βρήκε το φαγητό της fena değil (= όχι κι άσχημο!)


Όσο κι αν η μάνα μου μας ορμήνευε μικρά να μη ζητάμε δεύτερο κομμάτι και μας περνάνε για νηστικούς, εγώ δεν κρατήθηκα. Με νάζι και προσποιητή ντροπή αποδέχθηκα την προσφορά της οικοδέσποινας. Το πιλάφι ήταν όσο μαγειρεμένο έπρεπε, η γλύκα της σταφίδας μεθυστική, η φρεσκάδα των μυρωδικών εκμαυλιστική. Κι εκεί που άρχισε να με κυριεύει η απογοήτευση ότι θα με ξυπνήσουν από το όνειρο και έκλεβα μπουκιές από το πιάτο του Ουμούτ, άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί. Η Φατός τεϊζέ, είχε μια γ*μ*τη ιδέα:
- Θέλετε να σας κάνω Ουν Χελβασί; 
Θα τρελαθώ! Ποτέ δεν αισθάνθηκα βαθύτερα την έννοια της φράσης: Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια! Σ' ένα απόγευμα θα δοκίμαζα δυο γεύσεις για πρώτη μου φορά! Χαλβάς από αλεύρι για επιδόρπιο!


Καβούρντισε αλεύρι σ' ένα τηγανάκι και πρόσθεσε το τσιγαρισμένο σε βούτυρο κουκουνάρι, όταν ήρθε η σωστή ώρα. Αυτό είναι ένα τιπ, που κάνει το καβούρντισμα του αλευριού ευκολότερο και το αποτέλεσμα μάλλον ελαφρύτερο. Συγχρόνως, ετοίμασε το ζαχαρένιο σιρόπι προσθέτοντας τρία κεφαλάκια γαρίφαλο.


Το αποτέλεσμα ήρθε να με αποτελειώσει! Οι χρυσές νιφάδες έλιωναν στο στόμα προκαλώντας γευστικούς οργασμούς. Δεν ξέρω πόσες καταβρόχθισα, μάρτυράς μου ο Αλλάχ, έχασα το λογαριασμό!


Κάπου εδώ πρέπει να το κλείσω το ρημάδι το ποστ. Πρέπει να φάω κάτι επειγόντως, γιατί αλλιώς θα μου πέσει το μωρό! Δυστυχώς, δεν έχουμε στο σπίτι ΣΗΜΕΡΑ (τονίζω το ΣΗΜΕΡΑ για να μη με πνίξει η Σταυριανή) κανένα φαγητό που να αντέχει τη σύγκριση με τα ανωτέρω, αλλά τρώγοντας θα κλείσω τα μάτια και θα τα φέρω πάλι στο μυαλό μου. Κι εκεί που θα έχω κλειστά τα μάτια, θα φιλάω κλαίγοντας με λυγμούς τα χέρια της Φατός τεϊζέ για τη συγκίνηση που μου χάρισε. Κι εδώ που τα λέμε τεϊζέ, τα φαγητούλια σου δεν τα λες κι άσχημα!!!!!!! 


Σημείωση: Η Φατός τεϊζέ γεννήθηκε στην Κερασούντα, όπως φαντάζομαι και οι παππούδες πολλών από σας. Οι Καραντενιζλήδες φημίζονται για την παραπάνω ψαρονοστιμιά και ειδικά στην περιοχή της Φατός τη λένε Χαμσί Κολί. Το Χαμσιλί Πιλάφ αντίστοιχα, το κάνουν με παστό χαμσί και όχι με φρέσκο, αν και στην Ιστάνμπουλ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια σύγχυση επί του θέματος. Εσείς όμως να μην μπερδεύεστε, εμπιστευτείτε τη Φατός τεϊζέ, που μπορεί να σας ταξιδέψει με χαρά στις ομορφιές και τις γεύσεις της πατρίδας της, όπως έκανε χειροπιαστά και κατόπιν ιντερνετικά σε μένα.

οι νύφες του Πέντικ

Πριν εγκαταλείψω καν την Αθήνα, η κοκκινομάλλα κυρία από τον ΑΒ Βασιλόπουλο μου μιλούσε συνεχώς για το Παντείχιο, μια γειτονιά της Πόλης όπου γεννήθηκε η μαμά της. Παντείχιo, Παντείχιο; Δεν καταλάβαινα για ποια περιοχή μου μιλούσε, δεν πήγαινε το μυαλό μου στο Πέντικ, ένα από τα μακρινά προάστια της Ασιατικής πλευράς, το οποίο άλλωστε μόνο ακουστά το είχα.  Τα χρόνια πέρασαν και μόλις χθες με αξίωσε επιτέλους ο Αλλάχ να το επισκεφτώ κιόλας. Μια ήσυχη γειτονιά με δρομάκια, πεζοδρομάκια, πλατεϊτσες, συντριβάνια, με λιμάνι και μαρίνα στη θάλασσα του Μαρμαρά. Κόσμο πολύ να ψωνίζει ντοματοπελτέδες από τα μπακάλικα, μπουφάν από τα ρουχάδικα, μαλακές πιτούλες λαβάς από τους φούρνους, να ξαποσταίνει για ένα τσαγάκι στα καφενεία και οι μέλλουσες νύφες να μπαινοβγαίνουν με περισσή λαχτάρα στα πολλά (μα πάρα πολλά) καταστήματα νυφικών!

 

Οι συντηρητικές κουμπάρες με τις συμπεθέρες αγκαζέ έχουν την ευκαιρία να διαλέξουν ΤΟ ΣΩΣΤΟ φουστάνι από μια πληθώρα μπουτίκ του γούστου τους.


Το ίδο όμως και οι άλλες, οι πιο ξεπεταγμένες συννυφάδες. 


Αλλά και οι τρέντυ φίλοι του γαμπρού δε μένουν στην απ' έξω.


Για τη Νύχτα της Χένας δε (Kına Gecesi), που προηγείται κάποιες ημέρες του επίσημου μυστηρίου, οι (για ακόμα λίγο τουλάχιστον) παρθένες μπορούν να προμηθευτούν ένα αραμπέσκ φορεματάκι πριν αφήσουν οριστικά και αμετάκλητα πίσω τους τα χρόνια της αθωότητας.


Η τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική στάση, γίνεται στα εσωρουχάδικα για το απαραίτητο σέξυ κομπινεζόν της Πρώτης Νύχτας.


Κι η ζωή συνεχίζει να κυλά ράθυμα κι ευτυχισμένα στους στρωμένους με τούλια, κουφέτα και πλαστικά ροδοπέταλα δρόμους του Πέντικ.

έλα στον οντά μου

Μην το ψάχνετε άλλο το παναρισμένο αυγό, πάει ο Οντάς. Έκλεισε!

Μετά από τόσες αναρτήσεις για μοντέρνα πρωινά στην Πόλη, έχετε εμπεδώσει φαντάζομαι ότι πέρα από την ποικιλία των λιχουδιών που απολαμβάνεις, χορταίνει και το μάτι σου από χρώματα, αρώματα, πιατίνια, πιατελίτσες και λοιπά συμπράγκαλα του σέρβις. Ποτέ βέβαια, δεν ξεχνώ τους κακόμοιρους που έχει ρίξει η ρημάδα η μοίρα στη λάντζα. Σήμερα, τον άχαρο ρόλο επωμίστηκαν τα παιδιά του Oda Cafe.


Το σχετικά καινούριο εστιατοράκι του Τζιχάνγκιρ, που έχει αγκυροβολήσει λίγο πιο πάνω από τη στάση του τραμ στο Τοπχανέ / απέναντι από το Ιταλικό Νοσοκομείο, το τρέχει ο γλυκός Ντενίζ. 


Πριν καν το επισκεφτώ, ήμουν σίγουρος για τη θέα του, έμενε μόνο να δω και τι βγαίνει από τις κουζίνες του. Οι συνήθεις ύποπτοι έφτασαν σενιαρισμένοι στο ραντεβού τους, δεν είχα καμιά αμφιβολία άλλωστε: Στρογγυλός δίσκος με κάθε λογής μπολάκια γεμάτα με ελιές, τυριά λευκά, κίτρινα, αγελαδινά και κατσικίσια, αλλαντικά, σαλατικά και ρετσέλια. 


Και φυσικά, καϊμάκι με μέλι (με μπόνους την κερήθρα).


Μενεμένη και ομελέτες - οι μαργαρίτες στη γαρνιτούρα είναι έμπνευση της Λοράνς, Γαλλίδα παιδί μου, Οοοο μον ντιε! - βουτυράκι πιπεράτο, πραλίνα φουντουκιού κτλ.

 

Τσαχπινιά αποτελούν τα αυγά ποσέ (βραστά), που έρχονται τηγανητά σε ελαφρύ κουρκούτι.


Είμαι σίγουρος ότι όσοι με βλέπανε να μπουκώνομαι με λύσσα, αναρωτιόνταν πού τα βάζω.


Εντωμεταξύ, από τη μια οι βούτες στα ζωικά λίπη και από την άλλη ο ήλιος, που παρ' όλη τη χαμηλή θερμοκρασία μας έψησε, με ώθησε σε αναγκαστικό στριπτίζ. Όχι όμως και αναίμακτο, στην προσπάθεια να βγάλω το μάλλινο, δυο κουμπιά από το πουκάμισο μου εκσφενδονίστηκαν στους απέναντι.


Τέλος καλό όλα καλά όμως, σύμφωνα τουλάχιστον με τις καφεμαντείες του Ουμούτ, που έχει πάρει το χάρισμα από την οικογένεια του μπαμπά του. Η Αλέβ κυριολεκτικά κρεμάστηκε απ' τα χείλη του.

 

Κάπως έτσι κύλησε μια ακόμα Κυριακή στην Πόλη. Με φαγοπότι, χάχανα, κουτσομπολιά, εκμυστηρεύσεις κι αγκαλιές. Όχι κι άσχημα νομίζω.

ο Κουρέας της..Κουμπαρατζί


Το γεγονός ότι ο Κουρέας της Σεβίλλης είναι ίσως ο πιο διάσημος από όλους τους μπαρμπέρηδες του πλανήτη, δε σημαίνει ότι όλοι εμείς που ζούμε εκτός της Ιβηρικής χερσονήσου πρέπει να  κυκλοφορούμε με μούσια και μαλλούρες σαν το Μαθουσάλα. Ειδικά δε στην Πόλη, υπάρχουν τόσα πολλά μπαρμπέρικα που κυκλοφορεί το εξής αστείο: Οι μισοί κάτοικοί Της είναι μπαρμπέρηδες / οι άλλοι μισοί κάθονται να ξυριστούν από τους πρώτους μισούς!


Το Γιάννη, αυτόν τον χρυσό άνθρωπο - που λέω και ξαναλέω - ότι αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα δώρα μου χάρισε η Πόλη, θα πρέπει να τον θυμάστε από παλαιότερες αναρτήσεις με τα Super 8 ταινιάκια του. Όσο έζησε στην Πόλη, Τη ρούφηξε μέχρι το μεδούλι. Τα μπαρμπέρικά Της δε, από την πρώτη κιόλας μέρα, τον σαγήνευσαν. Σε μια από τις βόλτες του, ανακάλυψε έναν μετρ του ξυραφιού στην κατηφόρα της Κουμπαρατζί και από τότε του έμεινε πιστός. Η σπαστή επικοινωνία με merhaba, tamam, evet και παντομίμες, δεν τους εμπόδισαν να έρθουν κοντά και έβγαινε κάθε φορά από κει μέσα τζιτζί, με μάγουλο καϊμάκι.


Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει, μιας και λίγο πριν επιστρέψει ο Γιάννης στην Αθήνα, ο μπαρμπέρης εισήλθε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, κι αυτό πολύ του στοίχισε. Ευτυχώς, τώρα είναι περδίκι και συνεχίζει να περιποιείται - δόξα να 'χει ο Αλλάχ - τους τριχωτούς πελάτες του. Συνεχώς διαβιβάζω χαιρετισμούς από τον έναν στον άλλον, προσπαθώντας να αποφύγω ευγενικά τις προσκλήσεις του μπαρμπέρη να καθίσω κι εγώ στην  καρέκλα του "ιατρείου" του. Ο δε Γιάννης, αποτελεί ίσως παγκόσμια εξαίρεση. Άλλοι πεθυμούν από την Πόλη τα τζιέρια, άλλοι το Βόσπορο, αυτού πάλι του λείπουν τα μπατσάκια στα μαγουλάκια από τον αγαπημένο του μπαρμπέρη, ενός καλού του φίλου πια.

πατσάς από τουλίπα


Άργησε εφέτος ο αρραβωνιαστικός της Πόλης (το κρύο εννοώ) να χτυπήσει την πόρτα Της, μόλις τις τελευταίες ημέρες δειλά απλώς τη γρατζουνά και το σώμα αρχίζει να γυρεύει λίγη ζεστασιά. Αναζήτηση της παλιομοδίτικης θερμοφόρας στην αποθήκη για τις κρυουλιάρικες πατούσες, βόλτα στα μαγαζιά για ένα χοντρό μαντό και μια ζεστή σουπίτσα, είναι κάποια από τα προληπτικά μέτρα που πρέπει λάβουν του φρονίμου τα παιδιά.


Μια περασιά από το Lale Iskembecisi για ένα πατσαδάκι, είναι μια καλή ιδέα. Με άδεια και κρυωμένη κοιλίτσα άλλωστε, όσο και να ντυθείς σαν το κρεμμύδι, άδικος ο κόπος. Δίπλα στην πλατεία Τάξιμ, πάνω στο 24 ώρες το 24ωρο θορυβώδες μπουλεβάρντο του Ταρλάμπασι, σερβίρει πατσά από το 1960. Αααα, για όσους το θυμάστε, Λαλέ σημαίνει τουλίπα!

το αγίασμα του Ιντιάνα Τζόουνς


Το Κουρούτσεσμε αποτελεί στις μέρες μας έναν από τους πιο λουσάτους μαχαλάδες της Πόλης. Θες γιατί βρέχει τα πόδια του στο Βόσπορο, θες για το τεχνητό νησί - υπερπαραγωγή της Γαλατά Σαράι, θες για τα μοντέρνα του καφέ και εστιατόρια, μόνο οι προνομιούχοι συμΠολίτες μας μπορούν να υποδέχονται φίλους στα ευρύχωρα μπαλκόνια τους με την υπέροχη θέα. Απομεινάρια από την εποχή που πρωτοστατούσαν οι μειονότητες στην Ξηροκρήνη (έτσι μεταφράζεται το τουρκικό τοπωνύμιο) υπάρχουν πολλά. Ανάμεσα σε αυτά, και μερικές ενδιαφέρουσες εκκλησίες, που αν και δεν έχουν το πολυπληθές ποίμνιο αλλοτινών εποχών, συνεχίζουν να λειτουργούν.


Μια απ' αυτές είναι ο Άγιος Δημήτριος, που οι πηγές αναφέρουν ότι έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια αρχαίου Ιερού της θεάς Δήμητρας (ή Ίσιδος) και χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα (δες κι εδώ). Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με ένα συνηθισμένο Ορθόδοξο ναό, με περίτεχνη αρχιτεκτονική  ωστόσο και εντυπωσιακό τέμπλο. Φημίζεται όμως, και για κάτι ιδιαίτερο που προσελκύει προσκυνητές, τόσο χριστιανούς, όσο και μουσουλμάνους. Η ατραξιόν (ας μου επιτραπεί ο όρος) είναι το αγίασμά του (ένα από τα πολλά της Πόλης), που για να το προσεγγίσεις πρέπει να είσαι ένας μικρός Ιντιάνα Τζόουνς!


Η μακριά σήραγγα με την ελαφρώς ανηφορική κλίση είναι λαξευμένη στο βράχο, τα υγρά της τοιχώματα φωτίζονται σποραδικά, κάνοντας τους κλειστοφοβικούς να αγχωθούν και προσδίδει στους αναζητώντες την ίαση μια μεταφυσική σιγουριά. Όσο κι αν ο γράφων θέλει να λογίζεται "άπιστος", οφείλει να ομολογήσει ότι όταν είδε μια νεαρή Τουρκάλα σε κατάσταση αμόκ (την έλεγες και δαιμονισμένη) που την έσυραν οι γονείς της από ένα χωριό της Ανατολίας για να πιει το αγίασμα, ως την τελευταία ελπίδα σωτηρίας, κόντεψε να τα κάνει πάνω του. Μη με ρωτήσετε άμα γιατρεύτηκε ή όχι η κοπέλα, δεν άντεξα να δω την Θεία Λύτρωση (ή την Αδιαφορία). Το θέαμα ήταν αρκετό όμως, για να φυτέψει μέσα μου το σπόρο της αμφισβήτησης.

το κεμπαπτσίδικο των Φλίνστοουνς


Πολύ συχνά μου 'ρχεται να φάω ένα απλό κεμπάπ βρε παιδί μου. Αλλά θέλω να το φάω σε ένα μέρος χωρίς γυαλιστερές ταπετσαρίες, χωρίς γκαρσόνια που να φορούν γιλέκα με χρυσά σιρίτια, χωρίς να κρέμονται στο κεφάλι μου κρυστάλλινοι πολυέλαιοι - για όσους έχετε επισκεφτεί την Πόλη, έχετε δει τις παραπάνω χλίδες της συμφοράς με τα μάτια σας. Αν είναι μεσημέρι, είμαι τυχερός. Περπατώ μέχρι το τέλος της Ιστικλάλ (στο στενό δίπλα από το Simit Saray της πλατείας Τουνέλ) για χάρη ενός κεμπαπτσίδικου, που δεν προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει με μπολιγουντιανά σκηνικά, αλλά με ντόμπρες ψητονοστιμιές. Βέβαια, μοιάζει κι αυτό με σκηνικό ταινίας, τις περιπέτειες της προϊστορικής οικογένειας των Φλίνστοουνς, αφού πρόκειται (περίπου) για μια σπηλιά!


Το ρόλο του Φρεντ παίζει ο Ενβέρ Ουστά, ο μάστορας που ψήνει τα κεμπάπ. Η τέχνη του είναι γνωστή σε ολόκληρο το Μπέντροκ (ουπς, την Πόλη ήθελα να πω) και ταΐζει τον πεινασμένο εργάτη Μπάρνεϊ, τον κουρασμένο λούστρο Άρνολντ και τον περιφερόμενο πωλητή μπιχλιμπιδιών Μπαμ-Μπαμ.


Ψάχνοντας να βρω φωτογραφίες για το ποστ δυσκολεύτηκα, μιας και δε βγάζω κάθε φορά που πάω να σαβουριάσω, αλλά ευτυχώς ξετρύπωσα αυτές που είχαμε βγάλει με την Ίλια και τη Χαρά..τι χαρά! Η ποικιλία είναι περιορισμένη, συνίσταται σε Άντανα και Ούρφα κεμπάπ (μακρόστενο κιμαδένιο κεμπάπ, καυτερό και μη αντίστοιχα), σις (καλαμάκι / σουβλάκι) μοσχαρίσιο ή κοτόπουλο, και φτερούγες.


Εζμέ, πλιγούρι, σαλάτα και γιαούρτι αποτελούν τις επιλογές για τα συνοδευτικά.


Όλα τα λεφτά είναι ο ακούραστος Αχμέτ (μου θυμίζει τον πατέρα του Φρεντ, τον Εντ), που σερβίρει τους πελάτες τα τελευταία 15 χρόνια. Ακμαίος, δε λέω, αλλά ένα ψιλοπάρκινσον το έχει και συχνά ενώ παραγγέλνεις αϊράν σου φέρνει ένα αφρισμένο μιλκσέικ από το πολύ το τάκα τάκα. Ντροπή μου να κοροϊδεύω τον άνθρωπο, που είναι ένας σκέτος γλύκας, δε συμφωνείτε;


Ο Σινάν, το τσιράκι που ξαποσταίνει μαζί του, δουλεύει τις καθημερινές μαζί του και τα Σαββατοκύριακα στο κοκορετσάδικο της γειτονιάς.


Όπως λένε κι οι φίλοι που μου συνέστησαν την ψησταριά, δεν είναι και πολύ σώφρον να τρως σε ένα υπόγειο με μια τεράστια σχάρα φλογερή και μόλις μια και μοναδική δυσπρόσιτη έξοδο, αλλά για κάποιο λόγο αισθάνομαι ασφαλής. Μπαίνω στο πνεύμα της ταινίας και ελπίζω πως σε περίπτωση πυρκαγιάς θα μας σώσει ο Ντίνο το δεινοσαυράκι. Γιάμπα ντάμπα ντουυυυυυ!

Related Posts with Thumbnails