στον κόσμο του άτλαντα

Το post και τις φωτογραφίες επιμελήθηκε η Σταυριανή Ζ., που ποοοόσο πολύ θα ήθελε να είχε ζήσει στην Constantinople της Belle Epoque. Μας υπόσχεται μια σειρά από ρεπορτάζ αγορών στην Πόλη, σαν να μας λέει: "Πάνε οι οικονομίες σας!"

ή και κόσμο των «παίδων εν καμίνω», όπως μουρμουρίζοντας το αποκαλώ, μια και οι συχνάζοντες στο πασάζι του Άτλαντα, είναι κατά κύριο λόγο νέοι, πολύ νέοι ρε γαμώτο. Και καθώς είμαι στο κατώφλι των πρώτων -άντα, κι όσο κι αν προσποιούμαι ότι δεν τρέχει μία, μου είναι αδύνατο να αγνοήσω τις κεφάτες παρέες των εικοσάρηδων, και τα μελιστάλαχτα ζευγαροπερπατήματα ντροπαλών εφήβων. Ωστόσο, όταν θυμάμαι την ηλικία του πασαζιού, αμέσως αναθαρρεύω...Βλέπετε, το Άτλας Πασαζί γιόρτασε τα πρώτα του γενέθλεια το 1877, όταν ακόμα στον πεζόδρομο της Ιστικλάλ έκαναν βόλτες Οσμανλήδες και ραγιάδες. Και όπως και τότε, έτσι και σήμερα, αποτελεί μία από τις πιο δημοφιλείς εμπορικές στοές του μεγάλου πεζοδρόμου.


Χαρούμενο, και διόλου αγχωτικό, όπως οι αχανείς και πολύβουες αγορές της Πόλης, το Άτλας Πασαζί συγκεντρώνει ζωντάνια και χρώματα, που θα ζήλευε κι ένα ουράνιο τόξο. Μαγαζιά με καπέλα σε ποικίλλες αποχρώσεις και σχήματα, παλιακά πορσελάνινα σερβίτσια τσαγιού, σοφιστικέ αλλά και μεταμοντέρνου ύφους αντικείμενα για το σπίτι, πλουμιστά κολιέ και βραχιόλια, λαμέ σακάκια, τίσερτ με λάγνες Μέριλιν Μονρό, μπλούζες για ροκαμπίλια και χεβμεταλάδες, κρυστάλλινα μάτια κατά της βασκανίας, αλλά και φτερά και πούπουλα για εκκεντρικές εμφανίσεις. Η λίστα ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ... Είναι σχεδόν αδύνατο να βαρεθεί κανείς τη βόλτα του στο πασάζι, μια και μέχρι να αισθανθεί τα πρώτα πηρουνιάσματα της ανίας να του τρυπούν τα ακροδάχτυλα, θα έχει επισκεφθεί όλα τα μαγαζάκια του.


 Όχι, στο Άτλας δεν υπάρχουν μεταξένιες αποκαλύψεις, ούτε και ρούχα που κάποτε είχαν φορεθεί από κυρίες με προσεγμένες μπούκλες και ομπρελίνα. Αλλά εδώ τουλάχιστον, οι καταστηματάρχες, γελαστοί και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους υποψήφιους πελάτες, συχνά προσφέρουν και τσάι, εκτός από την ευχάριστη φλυαρία τους, την ώρα που η φίλη σας δοκιμάζει ένα εμπριμέ φορεματάκι που της γυάλισε στις κρεμάστρες του μαγαζιού. Κι ακόμα κι αν δεν το αγοράσει, η χαρά τους που σας γνώρισαν, είναι το ίδιο ειλικρινής με τα "δεν πειράζει" τους.


Βέβαια, οι εκπλήξεις του πασαζιού δεν τελειώνουν εδώ. Αποσυρμένη στη σπηλιά της πια η καταναλωτική σας μανία, μπορείτε να επιλέξετε μια προβολή του γούστου σας (αγγλόφωνη κατά προτίμηση για ευνόητους λόγους) και να τελειώσετε τη βόλτα, βγάζοντας για δείπνο το πνεύμα σας, στον κινηματογράφο που στεγάζεται μέσα στη στοά. Αν πάλι θέλετε να φτάσετε κατευθείαν στο τέλος, μπορείτε να απολαύσετε τον καφέ ή το ποτό σας, στο όμορφα φωτισμένο στέκι του πασαζιού. Αυτό που σίγουρα απεύχομαι, είναι να συναντήσετε εκεί μετά από χρόνια, τον πετυχημένο πλέον, πρώην αγαπημένο σας, που κάποτε σας είχε κάνει να γυαλίσετε το παρκέ του σπιτιού σας, αφού σερνόσασταν στα πατώματα για χάρη του. Όπως είχε κάνει και ο παλιο-Αλπέρ στην Αντά, στην επίσης παλιο-ταινία του Τσαάν Ιρμάκ, «Πάντα Μόνος».

 

τσακμάκι / καϊμάκι

Πείτε με κολλημένο, πείτε με λαίμαργο, πείτε με χοντρό (αυτό ειδικά το τελευταίο, το εκλαμβάνω ως κοπλιμέντο!), για το βομβαρδισμό που σας επιφυλάσσω, αλλά σίγουρα υπάρχει λόγος. Εξηγούμαι: Στην παρούσα ανάρτηση, καθώς και στις δύο (αυτήν κι αυτήν) που ακολουθούν, θα σας παρουσιάσω απανωτά τρία πρωινάδικα (όχι μαγκαζίνα) της Πόλης, που σας προ(σ)καλούν για ένα φουλ μπρέκφαστ. Ξεκινώ με το Çakmak (προφέρεται Τσακμάκ) Kahvaltı Salonu στο Μπεσίκτας:


Πολλές φορές ξεκινάμε τη μέρα μας πουρνό-πουρνό (μετά τις 13:00) στα τραπέζια του. Μου το πρωτοσύστησε ο κουμπάρος μου ο Cem και από τότε πηγαίνω με τη Serpil, τη Yağmur, τον Ιμάμη, τον Suat, την Ελένη, τον Emrah και άλλους μόνιμους κάτοικους ή επισκέπτες της Πόλης. Οι ιδιοκτήτες του ήταν παλιά υπάλληλοι του κυρ-Pando.


Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια (άκου ποιος μιλάει!), το συγκεκριμένο πρωινάδικο το αγαπώ: 
  • Γιατί το καϊμάκι συνοδεύεται, πέρα από το "γνωστό" μέλι, επίσης με ρετσέλι βύσσινο, φράουλα και..τριαντάφυλλο! Η τελευταία γεύση αν και δεν είναι από τις αγαπημένες μου σε γλυκά ή λουκούμια (αποφεύγω μάλιστα και το ροδόνερο το ίδιο), πάνω στο καϊμάκι με απογειώνει! 
  • Τα συνοδευτικά (ελιές, αγγουροντοματούλες, τυριά, τσαγάκι) είναι φρέσκα, κομμένα και βρασμένα, άμα την παραγγελία και όχι από προχτές, όπως σε άλλα μαγαζιά!
 
  •  Ο καβουρμάς είναι μπουκιά και συχώριο και το σουτζούκι τρυφερό σαν λουκουμάκι.
 
 
 
  • Η εξυπηρέτηση είναι παροιμιώδης! Οι ευγενέστατοι άνθρωποί του σε κερδίζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή, αφού μετά το καθάρισμα του τραπεζιού από τα ψίχουλα των προηγούμενων, το σκουπίζουν με καθαρό πανάκι και λεμονάτη κολόνια!
    •   Το τέλος σφραγίζεται πάντοτε με μια-δυο σόδες, μέχρι να κρυώσει το φλυτζάνι για το απαραίτητο..διάβασμα των μελλούμενων.
     
     

    παλιομοδίτικη ντίσνεϊλαντ

    Το post και τις φωτογραφίες επιμελήθηκε η Σταυριανή Ζ., που ποοοόσο πολύ θα ήθελε να είχε ζήσει στην Constantinople της Belle Epoque. Μας υπόσχεται μια σειρά από ρεπορτάζ αγορών στην Πόλη, σαν να μας λέει: "Πάνε οι οικονομίες σας!"

    Συνήθως τις πιο νόστιμες μπουκιές τις αφήνω για το τέλος. Αλλά ήταν αδύνατο να περιμένω τόσο πολύ. Εξάλλου, ποιός μπορεί να εγγυηθεί, έστω ένα λεπτό περισσότερο από το μόλις σήμερα; Άντε, ίσως το μόλις αύριο!
     

    Εδώ και χρόνια, αποτελεί την πιο απελευθερωτική βόλτα, αυτήν που με ξεκουράζει, από όποια οπτική και να κοιτάξω. Το ταξίδι στο χρόνο, είναι βάλσαμο. Ελιξήριο ζωής μερικών ωρών, δόσεις κινηματογραφικής αισθητικής, την στιγμή που, ακόμα πιο μεγάλες δόσεις καθημερινότητας, με πιέζουν να μαζέψω λίρες τούρκικες, για να πληρώσω το νοίκι στον Χασάν μπέι, που συχνάζει κάτω απ' το τζουμπά του σπιτιού μου. Οφφφ!


    Ως μια ανέμελη Ζοζεφίνα λοιπόν, ξεκίνησα την βόλτα της ημέρας εκείνης. Παρέα μου, εγώ κι η δαιμονισμένη όρεξή μου, να ανακαλύψω το "αληθινό" φόρεμα της μυθικής αρμένισσας με δέρμα όμοιο της πιο τέλειας απομίμησης μαρμάρου, που τάραζε τους διαβάτες της γέφυρας του Γαλατά, καθώς περνούσε τον Κεράτειο, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Εβλιγιά Εφέντη.



    Φτάνοντας στο μοναδικά σκηνογραφημένο Τσουκούρτζουμα, και ευχόμενη τίποτ' άλλο, παρά μία αποκάλυψη από μετάξι, βρέθηκα μπροστά από ένα βιντάζ στέκι της γειτονιάς. Η βιτρίνα του, ευάλωτα ρομαντική, με κάλεσε για μια ξεθωριασμένη περιήγηση "εποχής" στον παλιακό κήπο του. Ξεφτισμένα γάντια από βελούδο, καπέλα με βέλο, και φορέματα με αέρα από τα βιβλία του Ξενόπουλου, ήταν η πρώτη εικόνα που με καλωσόρισε στον σχετικά μικρό του χώρο.


    Τα μισάνοιχτα συρτάρια ψιθύριζαν μελωδίες τζαζ, ενώ το μοναδικό ομπρελίνο του 1950 με τη φωνή της Κόνι Φράνσις, κάλυπτε νοερά με το σιμπονέι τη συνομιλία της ξανθιάς ιδιοκτήτριας με τη χαμογελαστή φίλη της. Ρούχα και παπούτσια εποχής 60, 70, αλλά και 80, βαλίτσες που φορτώνονται σε τραίνα του Παρισιού της δεκαετίας του 40, και αναγεννησιακοί κορσέδες, είναι μερικοί μόνο από τους θησαυρούς, που μπορεί να αναζητήσει κανείς στη μπουτίκ mozk.


    Δυστυχώς, η επαναφορά στο μέλλον, ήταν πιο σύντομη απ' τη διάρκεια ενός ονείρου. Όχι τόσο για τις "ερεθισμένες" τιμές, αλλά επειδή οι ιδιοκτήτες του καταστήματος, συναισθηματικά απομακρυσμένοι από το υπέροχο κόνσεπτ μιας ανεπανάληπτης στυλιστικά εποχής, εξυπηρετούν τον ονειροπαρμένο επισκέπτη, με παγερή αδιαφορία, αλλά κυρίως με μια αδικαιολόγητα υπερβολική αυστηρότητα, που μπορεί να τρέψει τους ασυμβίβαστους πελάτες σε φυγή.



    Ευτυχώς γι' αυτούς, αλλά κυρίως για μένα την αλλοπαρμένη, βγαίνοντας νικήτρια από το συναισθηματικό αυτό σλάλομ, κατέληξα κατά πολλές λίρες ελαφρότερη!!!
    Related Posts with Thumbnails