Το post επιμελήθηκε η Σταυριανή Ζ..
Είναι το έκτο καλοκαίρι που με βρίσκει εδώ. Πόσες φορές να έχω περάσει απ’αυτά εδώ τα σοκάκια! Όχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ήξερα, αλλά θα μου άρεσε να εντυπωσιαστώ από έναν ακόμα αριθμό. Καμία εικόνα δεν με έχει κουράσει σ’αυτούς τους δρόμους. Και κανένας δρόμος, μ’αυτές τις εικόνες.
Αυτά τα στενά, είναι κάτι παραπάνω από Ιστάνμπουλ. Ένα αέναο κινηματογραφικό πλατό. Καθημερινά, δεκάδες διαφορετικές ιστορίες αρχίζουν και τελειώνουν εδώ. Τα επεισόδια συνήθως είναι αυτοτελή, σπανίως συνεχίζονται . Οι ηθοποιοί, ακόμα κι αν τύχει να είναι οι ίδιοι, δεν είναι ποτέ ίδιοι σε όλες τις ιστορίες.
Εκείνος εκεί ο κύριος με το μπεζ κουστούμι και το στρογγυλό, πανάρχαιο καπελάκι, έχασε τη σύζυγό του πριν λίγα χρόνια. Ζούσαν πάντα σ’αυτήν την περιοχή, και με τη γυναίκα του είχαν γνωριστεί στο μανάβη της γειτονιάς, όταν αυτή κοριτσάκι ακόμα, πεταγόταν σαν δεντρογαλιά για ν’αγοράσει ερίκια απ’τον κυρ-Οσμάν. Αγαπούσε να τρώει ερίκια το καλοκαίρι, ήταν τα αγαπημένα της φρούτα. Εκείνος λίγο μεγαλύτερος της, έμενε παράλυτος σχεδόν από τα μελαχρινά χαμογελάκια της, καθώς χαιρετούσε κι έφευγε σα σίφουνας με τη χάρτινη σακούλα στην αγκαλιά. Τις περισσότερες φορές, ξεχνούσε να πάρει τα ρέστα απ’τον κυρ Οσμάν. Τόσο ερωτευμένος! Κι αυτός ο πονηρός, δεν του το θύμιζε σχεδόν ποτέ. Τώρα, ύστερα από πολλά χρόνια, παίρνει εκείνος τα ερίκια απ’το ίδιο μανάβικο. Του δίνουν τα ρέστα τώρα πια, ακόμα κι αν επιμένει να τα ξεχνάει.
Λίγο πιο πέρα, μια ευτραφής κυρία με λευκά μαλλιά που δεν φαίνεται να καταλήγουν σε κάποια συμφωνία, κάθεται σε μια καρέκλα που έχει βγάλει ο Μουράτ, ένας νεαρός καλλιτέχνης, μπροστά απ’το κατώφλι του ατελιέ του. Την αφήνει πάντα να κάθεται. Δεν είναι τρελή, μόνη είναι. Της προσφέρει και τσάι. Μιλάει συνέχεια για μια κόρη που έχει, αλλά κανείς δεν έχει δει. Λέει πως η κόρη της έχει πολλά νεύρα και πως όλο τη μαλώνει. Δεν έρχεται συχνά να τη δει, ίσως είναι καλύτερα έτσι, εξάλλου δεν της μιλάει σαν άνθρωπος, παρά της φωνάζει σαν τρελή για τις παλιατζούρες που έχει μαζέψει στο σπίτι και το έχει κάνει αχούρι. Και η ηλικιωμένη κυρία αναγκάζεται να τα πετάξει, παρόλο που δεν θέλει. Μετά κάνει παράπονα και για τον Μπαρίς, τον φίλο του Μουράτ, ενός σεναριογράφου, που μένει ακριβώς απέναντι από το ατελιέ του φίλου του, στην ίδια πολυκατοικία με την ηλικιωμένη, φλύαρη κυρία. Του λέει ότι ο Μπαρίς δεν της ανοίγει την πόρτα όταν του χτυπάει το κουδούνι για να τον χαιρετήσει. Ξεχνάει, φαίνεται, ότι τον χαιρετά δέκα φορές την ημέρα, κι ο Μπαρίς μπαΐλντισε και ξερίζωσε το κουδούνι. Πολύ την πλήγωσε αυτή του η πράξη. Είναι φανερό, ότι δυσκολεύεται να καταλάβει τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Στο ιδιο σοκάκι βρίσκεται κι ο Χουσεΐν μπέη. Δείχνει σε μια ενθουσιώδη κοπέλα παλιές πολυθρόνες. Τις θέλει και τις δύο, δεν του κάνει παζάρια. Θέλει και αυτή την διαλυμένη ντουλάπα με τα σκαλιστά μοτίβα. Μυρίζεται το ψώνιο που έχει με τις παλιατζούρες και της λέει ότι αυτή η ντουλάπα ανήκε σε μια πλούσια Εβραία. Έχει δυο οβάλ καθρέφτες σε κάθε της φύλλο, έναν μεγάλο κι έναν μικρό. Τελικά αποφασίζει να αγοράσει και τον πίνακα ενός άγνωστου καλλιτέχνη με τους χρωματιστούς χορευτές. Α! Κι εκείνο το ψηλό φωτιστικό με το κόκκινο καπέλο και την κροσάτη μπορντούρα στο τελείωμά του. Κανένα παζάρι. Ιδρωμένος και κατάμαυρος ο κύριος Χουσεΐν, δεν μπορεί να πιστέψει με πόση ευκολία πούλησε τόσα κομμάτια. Της λέει ότι έχει τριάντα χρόνια αυτό το μαγαζί, σαν τσιράκι ξεκίνησε να κάνει αυτή τη δουλειά. Αγαπά πολύ τους Έλληνες, να έρθει μια μέρα να πάρει πρωινό με την οικογένειά του στο Τζιχάνγκιρ. Έχει μια κόρη στην ηλικία της και το σπίτι του έχει θέα στο Βόσπορο. Ο ιδρώτας του μένει στα χέρια και στα μάγουλά της. Θέλει να τον σκουπίσει, αλλά ντρέπεται να το κάνει μπροστά του. Θα περιμένει μέχρι να στρίψει στην επόμενη γωνία και να χαθεί απ’το σοκάκι. Δυο εβδομάδες μετά, η ίδια κοπέλα παρουσιάζεται στον μονίμως ιδρωμένο Χουσεΐν μπέη. Θέλει να του επιστρέψει τις παλιατζούρες που αγόρασε. Χώρισε με τον αγαπημένο της, κι αποφάσισε να επιστρέψει στη χώρα της για να γίνει καλά και να ξεχάσει.
Δέκα μέτρα πιο κάτω ένα πόδι, πάνω σε ένα άλλο, κατάλευκα, με κόκκινες πλατφόρμες, κινούνται νωχελικά. Μια τεράστια γλάστρα κρύβει την ιδιοκτήτρια. Αν είναι τόσο όμορφη όσο τα πόδια της, πρόκειται περί αξιοθέατου. Τελικά είναι η σερβιτόρα του καφέ, όπου σερβίρονται και τορτίγιες. Ποτέ υπερβολικά χαρούμενη, μελαγχολικώς χαμογελαστή, έχει συνηθίσει τα επίμονα βλέμματα περαστικών και θαμώνων, ωστόσο πάντα χαίρεται όταν κάποιος επιβεβαιώνει την ομορφιά της. Δεν πρέπει να είναι πάνω από εικοσιπέντε, αλλά ακόμα κι αν ήταν, δεν θα της το επέτρεπε το γεμάτο κοριτσίστικη αθωότητα ανοιγόκλεισμα των βλεφαρίδων της. Θέλει να γίνει διάσημη αορίστως, αλλά το κύκλωμα των καλλιτεχνών της περιοχής, μάλλον την έχει απογοητεύσει. Είχε σταματήσει την δουλειά στο καφέ, αλλά η επανεμφάνισή της στο ίδιο πόστο ήταν τελικά αναγκαία. Αφού δεν έγινε εξώφυλλο σε κάποιο περιοδικό μόδας, ίσως καταφέρει να τρυπώσει σ’ένα απ’τα φτηνά σήριαλ της επόμενης σεζόν. Απορεί που ο κόσμος ακόμα δεν έχει πέσει στα ψιλόλιγνα, θεαματικά πόδια της, αλλά όχι με αλαζονεία. Αυτό την κάνει ακόμα πιο αξιαγάπητη. Θέλει να φύγει, αλλά επειδή δεν μπορεί, προτιμά να αφαιρείται. Το τελευταίο κοπλιμέντο που πήρε για σήμερα, ήταν από μια Ελληνίδα, που καθόταν λίγο πριν σε ένα από τα δύο τραπέζια της ξύλινης εξέδρας. Και αυτή, φαινόταν το ίδιο αφηρημένη, όσο κι η ίδια...
5 comments:
Ωραία...σε σχέση και με την προηγούμενη ανάρτηση! Πολλά τα μνμ!
ΑΛήθεια, Σταυριανή, σε ποια μεριά του τούνελ βρίσκεσαι; Στην αρχή, στο τέρμα, ή ..κάπου στη μέση του;
wraia...an sou pw, tha'rtheis na me vreis?
Απαντώ θετικά, αν το τούνελ δεν προκαλεί αφηρημάδα...αλλά και δεν χρειάζεται πυξίδα!
Πάντως χτες, κάμποσες φορές αφέθηκα ακουστικά σε όλο το "Seyir" της Aynur! Το γνωρίζεις;
aynur dogan? aynur kati allo? ohi, den to gnwrizw. An einai turkuler pantws, den tha me vreis kai poli thermi.
Ναι η Doğan. Ο 1ος δίσκος της "Αγνάντεμα" (εναλλακτικά "Πορεία" ή "Κατεύθνση"), με αφορμή τα τούνελ που λέγαμε...
{για türkü δεν το λες, έχει και ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό ήχο!}
Post a Comment